Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία
Τι είναι η Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία;
Όπως κάθε ψυχοθεραπεία, έτσι και η Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία (Cognitive Behavioural Therapy -CBT) λειτουργεί μέσω του λόγου. Πολλές φορές συγχέουμε τον όρο ψυχανάλυση με τον όρο ψυχοθεραπεία. Ο όρος ψυχοθεραπεία είναι ένας όρος «ομπρέλα» , η οποία περιλαμβάνει πολλές μορφές, μια από τις οποίες είναι η ψυχανάλυση (που παραπέμπει σε θεραπείες βασιζόμενες στη θεωρία του Freud). Η Γνωσιακή Συμπεριφορική θεραπεία δεν ταυτίζεται με την ψυχανάλυση, αφού στηρίζονται σε διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο (κύριος εμπνευστής της είναι ο ψυχίατρος Aaron Beck).
Η κύρια παραδοχή της ΓΣΘ βασίζεται στη ρήση του Επίκτητου (Εγχειρίδιον) «ταράσσει τους ανθρώπους ού τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα». Δεν είναι, δηλαδή, τα πράγματα που ταράσσουν τους ανθρώπους, αλά οι γνώμες τους πέρι των πραμάτων. Και χρησιμοποιώντας τον όρο «γνώμες» εννοούμε όλες εκείνες τις σκέψεις και τις ερμηνείες που μπορεί να κάνει ο καθένας από εμάς. Ο ανθρώπινος νους παράγει ένα μεγάλο όγκο σκέψεων κάθε ημέρα, άλλοτε αντιληπτές από εμάς και άλλοτε όχι. Το κοινό τους χαρακτηριστικό, όμως, είναι ο αυτοματοποιημένος τρόπος με τον οποίο παράγονται, εξ ου και ο χαρακτηρισμός τους ως «αυτόματες σκέψεις». Αυτές είναι οι πρώτες σκέψεις που κάνουμε έναντι ενός ερεθίσματος. Το ερέθισμα είναι, άλλοτε εξωτερικό (κάτι το οποίο προκύπτει από το περιβάλλον μας, όπως για παράδειγμα, ένας σεισμός ακόμη και μια κουβέντα που θα μας πει ο συνάδελφός μας), και άλλοτε εσωτερικό (κάτι το οποίο προκύπτει από το ίδιο μας το σώμα, για παράδειγμα, οι χτύποι της καρδιάς μας ή ο πόνος στο στομάχι). Με την έκθεση σε κάποιου είδος ερέθισμα, δημιουργούνται άμεσα οι αυτόματες σκέψεις. Συνήθως δε γίνονται απόλυτα αντιληπτές από το άτομο, αλλά αυτό που γίνεται σίγουρα αντιληπτό είναι οι όποιες επιρροές τους (θετικές ή αρνητικές) στο συναίσθημά μας και κατ’ επέκταση στη συμπεριφορά μας. Η όποια συμπεριφορά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σκέψη και το συναίσθημα. Η αλλαγή του συναισθήματος είναι μια ασφαλής μέθοδος για να εντοπίσει κανείς τις αυτόματες σκέψεις.
Στην ψυχοθεραπεία, ένας από τους πρώτους και κύριους στόχους είναι η αναγνώριση αυτών των αρχικών αυτόματων σκέψεων. Ο εντοπισμός τους συμβάλλει στην αναγνώριση των αρνητικών και δυσλειτουργικών σκέψεων και κατά συνέπεια στην τροποποίησή τους και απόκτηση/δημιουργία άλλων εναλλακτικών, περισσότερο λειτουργικών σκέψεων. Συνεπώς, η σκέψη ( ή ακόμη και νοητική εικόνα) που μπορεί να έχουμε, επηρεάζει άμεσα το συναίσθημα και συνεπώς τη συμπεριφορά μας. Δεν είναι, λοιπόν, τα γεγονότα/ερεθίσματα εκείνα που μας διακινούν, αλλά η προσωπική ερμηνεία που κάνουμε για αυτά (αφού κάθε αυτόματη σκέψη πηγάζει από μία πιο «πυρηνική» ερμηνεία που έχουμε για τον εαυτό και τον κόσμο γύρω μας).
Σκοπός, λοιπόν, της ΓΣΘ είναι ο εντοπισμός των δυσλειτουργικών σκέψεων (είτε νοητικών εικόνων) και η αντικατάστασή τους με περισσότερο λειτουργικές. Είναι μια διαδικασία που εστιάζει κυρίως στο εδώ και τώρα, είναι απολύτως διαφανής και βασισμένη στη συνεργασία μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου. Είναι μια διαδικασία απόλυτα συνεργατική, χωρίς υποκείμενη, κρυφή ατζέντα, με γνώμονα την προσαρμογή των τεχνικών στις απαιτήσεις και ανάγκες του θεραπευόμενου. Τόσο οι στόχοι, όσο και οι στρατηγικές που θα χρησιμοποιηθούν απορρέουν από την παραπάνω συνεργασία και βρίσκονται υπό συνεχή αξιολόγηση.
Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να βοηθήσει η Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία;
Η ΓΣΘ έχει μελετηθεί και αποδεδειγμένα θεωρείται αποτελεσματική σε πολυάριθμες ψυχικές δυσκολίες. Κάποιες από αυτές είναι:
- - άγχος και κρίσεις πανικού
- - φοβίες
- - κατάθλιψη
- - ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- - διαταραχές πρόσληψης τροφής
- - χρόνια κόπωση
- - σεξουαλικές διαταραχές
- - χρόνιος πόνος
- - δυσκολίες διαπροσωπικών σχέσεων
- - θυμός
- - σχιζοφρένεια και ψυχώσεις
- - διπολική διαταραχή
- - διαταραχή μετατραυματικού στρες
- - διαταραχές ύπνου
(πηγή: European Association for Behavioural and Cognitive Therapy)
Πότε θα πρέπει να απευθυνθώ σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας;
Είναι γεγονός πως αρκετές φορές στη ζωή μας θα βιώσουμε συναισθηματική δυσφορία, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες μορφές, όπως για παράδειγμα άγχος, στεναχώρια, ανησυχία, θυμός. Δεν είναι σπάνιο η όποια δυσφορία να προκαλέσει και σωματικά εκδηλώσεις (για παράδειγμα, ταχυκαρδία, κοιλιακό άλγος, εφίδρωση, ζάλη, πονοκέφαλο), αφού το σώμα, ανά περιστάσεις, πάσχει μαζί με το συναίσθημα. Μπορούμε ίσως εύκολα να αναλογιστούμε ένα διαπληκτισμό , κατά τον οποίο θυμώσαμε έντονα και νιώσαμε ταχυκαρδία ή μία περίοδο στη ζωή μας, στην οποία, λόγω αλλαγών των συνθηκών ( για παράδειγμα, αλλαγή χώρου εργασίας), κυριαρχούσε το άγχος, με τις όποιες προεκτάσεις του (πχ δυσκολία στην έλευση ύπνου, έλλειψη συγκέντρωσης). Είναι όμως, όλες αυτές οι περιπτώσεις ενδείξεις ότι θα πρέπει να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας;
Η λέξη – κλειδί είναι η λειτουργικότητα. Όταν η δυσφορία είναι τόσο έντονη, ώστε να μην είμαστε πλέον σε θέση να ανταπεξέλθουμε στην καθημερινότητα μας, τότε θα ήταν χρήσιμο να πάρουμε τη γνώμη ενός ειδικού. Όταν δραστηριότητες όπως για παράδειγμα το να σηκωθούμε από το κρεβάτι, το να εργαστούμε, να συναντήσουμε τους φίλους μας, να μπούμε στα ΜΜΜ, να ταξιδέψουμε, ακόμη και το να προσέξουμε την προσωπική μας υγιεινή, φαντάζουν δύσκολες, τότε αποτελούν σημάδια πως η λειτουργικότητα έχει πληγεί. Εν ολίγοις, κάθε φορά που παρατηρούμε τη συμπεριφορά μας να αλλάζει (να συμπεριφερόμαστε έξω από το σύνηθες ρεπερτόριό μας) εξαιτίας κάποιας σκέψης ή συναισθήματος, αποτελεί μια πρώτη ένδειξη έκπτωσης λειτουργικότητας. Θα έχουμε ακούσει ίσως στο περιβάλλον μας «μπορείς να τα καταφέρεις μόνος σου, δε χρειάζεται να απευθυνθείς σε ειδικό, είσαι δυνατός». Το να εμπλακούμε σε μία ψυχοθεραπεία δεν αποτελεί καμία απόδειξη «αδυναμίας». Είναι ένδειξη αναγνώρισης της δυσκολίας και φροντίδας του εαυτού. Η ψυχοθεραπεία μας δίνει νέες γνώσεις και εργαλεία για να γίνουμε εμείς θεραπευτές του εαυτού μας και να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε, όποτε χρειαστεί, να φτάσουμε στην προσωπική μας ευτυχία.